- πεισμάτωμα
- τοη πράξη και το αποτέλεσμα του πεισματώνω, ισχυρογνωμοσύνη, έντονη εμμονή σε μια γνώμη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πεισμάτωμα — το [πεισματώνω] το αποτέλεσμα τού πεισματώνω, το να γίνεται κανείς πείσμονας ή το να κάνει κάποιον για να πεισμώσει … Dictionary of Greek
πείσμωμα — το [πεισμώνω] το αποτέλεσμα τού πεισμώνω, το πείσμάτωμα … Dictionary of Greek
πείσμωμα — το βλ. πεισμάτωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πικάρισμα — το η πράξη και το αποτέλεσμα του πικάρω, πείραγμα, πεισμάτωμα: Του έκανες απαράδεχτο πικάρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φούρκισμα — το, ατος 1. απαγχονισμός, κρέμασμα, κρεμάλα, φούρκα. 2. εξόργιση, άναμμα θυμού χωρίς εκδηλώσεις παραφοράς, πεισμάτωμα, πικάρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)